- ιδιωματισμός
- ογλωσσική παραλλαγή στο λεξιλόγιο, στη σύνταξη, στην προφορά κτλ.: Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη περιέχει πολλούς ιδιωματισμούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιδιωματισμός — ο διαλεκτικός τύπος ο οποίος συνηθίζεται σε ένα ή περισσότερα ιδιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδίωμα. Ο Μαν. Τριανταφυλλίδης διέκρινε τη σημ. τής λ. ιδιωματισμός από τη σημ. τής λ. ιδιωτισμός. Με τον πρώτο όρο δηλώνεται ο «διαλεκτικός τύπος άγνωστος στην … Dictionary of Greek
γαλλισμός — ο 1. η μίμηση γαλλικών τρόπων και συνηθειών 2. το να είναι κανείς φίλος τής Γαλλίας και τών Γάλλων 3. χαρακτηριστικός ιδιωματισμός τής γαλλικής γλώσσας 4. η χρησιμοποίηση τρόπων έκφρασης τής Γαλλικής σε μια ξένη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Γάλλος +… … Dictionary of Greek
εβραϊσμός — ο (Μ ἑβραϊσμός) 1. η αφηρημένη έννοια τού εβραΐζω 2. ιδιωματισμός τής εβραϊκής γλώσσας 3. το εβραϊκό έθνος … Dictionary of Greek
ιδιωτισμός — ο (Α ἰδιωτισμός) νεοελλ. ιδιάζουσα φράση με ξεχωριστή σημασία (α. «όλα κι όλα» β. «τό βαλε στα πόδια») αρχ. 1. ο τρόπος τού ιδιώτη 2. κοινό λαϊκό ιδίωμα 3. (ρητ.) επιχείρημα που βγαίνει από την κοινή λογική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιώτης. Η λ.… … Dictionary of Greek
γαλλισμός — ο 1. η μίμηση του γαλλικού τρόπου ζωής. 2. ιδιωματισμός της γαλλικής γλώσσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εβραϊσμός — ο 1. το να μιμείται κάποιος τους Εβραίους στους τρόπους, τα ήθη, να μιλάει τη γλώσσα τους, να τους συμπαθεί. 2. ιδιωματισμός της εβραϊκής γλώσσας (πρβλ. γαλλισμός). 3. το σύνολο των Εβραίων (πρβλ. ελληνισμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)